12 Ιουν 2021
Καρκίνος παχέος εντέρου και ποιότητα ζωής: Υπάρχουν επιπτώσεις;
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή και κατ’ επέκταση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανασκόπηση μελετών, όσοι έχουν διαγνωστεί με τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου παρουσιάζουν μείωση της συχνότητας της σεξουαλικής επαφής και της ικανοποίησης. Οι ασθενείς παύουν να επιθυμούν την ερωτική συνεύρεση, δεν έχουν τον ίδιο ενθουσιασμό, ούτε αντλούν την ίδια ευχαρίστηση από αυτήν. Μάλιστα, στους άνδρες το πρόβλημα είναι εντονότερο, όπως και στα άτομα προχωρημένης ηλικίας, και λόγω του ήδη βεβαρυμμένου ιατρικού ιστορικού, μεταξύ άλλων. Δυσκολίες, όμως, φαίνεται να αντιμετωπίζουν και οι σύντροφοι των ασθενών. Οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη καλύτερης φροντίδας τους καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, προκειμένου να είναι σε θέση οι ασθενείς να απολαμβάνουν μετεγχειρητικά και για πολλά χρόνια καλής ποιότητας ζωή. «Οι ασθενείς από τη στιγμή της διάγνωσης έως και μέχρι την αποθεραπεία τους βιώνουν μια σειρά αρνητικών συναισθημάτων, καθώς σκέφτονται τόσο τις επιπτώσεις που θα έχει η νόσος στους ίδιους και στην οικογένειά τους, όσο στον τρόπο που αυτή θα επηρεάσει την κοινωνική και επαγγελματική ζωή τους. Τα συμπτώματα της ασθένειας και οι παρενέργειες της θεραπείας εντείνουν στην πορεία τις ανησυχίες τους», μας εξηγεί ο εξειδικευμένος στη Ογκολογική Χειρουργική και Χειρουργική του Παχέος εντέρου & Ορθού δρ Εμμανουήλ Ζαχαράκης - Συνεργάτης της Κλινικής «Άγιος Λουκάς» (Θεσ/νίκη) & πρώην Επ. Καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Imperial College London. Οι πολυάριθμες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί εξετάζουν τη σεξουαλικότητα των ασθενών με ορθοκολικό καρκίνο και δείχνουν ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία τους μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως οι εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις στην πύελο, η ακτινοθεραπεία, καθώς και η παρουσία στομίας, είτε μόνιμης είτε προσωρινής. Η εικόνα του σώματος, το οποίο συχνά μεταβάλλεται από τη θεραπεία, η σεξουαλική ζωή πριν από αυτήν αλλά και οι πεποιθήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητα είναι μερικοί μόνο από αυτούς τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη σεξουαλική ζωή των ασθενών. Εξίσου επιβαρυντική είναι η επίπτωση της νόσου στην οικογένεια και ειδικά στο έτερον ήμισυ, αφού οι σύζυγοι αναλαμβάνουν συχνά μόνο τον ρόλο του φροντιστή, ξεχνώντας πολλές φορές τον μέχρι πρότινος βασικό ρόλο τους: αυτόν του συντρόφου. Η προσωρινή αποποίηση αυτού κάθε άλλο παρά θετικό αντίκτυπο έχει στην ψυχολογία του ασθενή. Η εν λόγω ανασκόπηση των μελετών, οι οποία διαχώρισε τις επιπτώσεις του καρκίνου του παχέος εντέρου από εκείνες του καρκίνου του ορθού (που συνεκτιμώνται στην πλειονότητα των μελετών παρότι διαφέρουν ιδιαιτέρως στη θεραπεία τους), έδειξε ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν σημαντική μείωση της σεξουαλικής ικανοποίησης και της συχνότητας της επαφής μετά από τις θεραπείες. Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο LPPS του Παρισιού, του Πανεπιστημίου της Γενεύης και του Νοσοκομείου Saint Joseph του Παρισιού επισήμαναν ότι ο αριθμός των σεξουαλικών προβλημάτων που αναφέρθηκε από τους ασθενείς ήταν μεγάλος: προβλήματα στύσης και εκσπερμάτισης, οργασμού και περισσότερη δυσπαρευνία (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή). Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κάποιες μελέτες διερεύνησαν τους παράγοντες που οδήγησαν σε τέτοιες δυσλειτουργίες. Το φύλο φαίνεται να έχει αντίκτυπο στη σεξουαλική λειτουργία, καθώς οι άνδρες αναφέρουν περισσότερες διαταραχές από τις γυναίκες, σε αντίθεση με αυτό που επικρατεί στον γενικό πληθυσμό. Η ηλικία ήταν ένας παράγοντας κινδύνου σε όλες τις μελέτες: όσο μεγαλύτεροι είναι οι ασθενείς τόσο πιθανότερο είναι να αναπτύξουν σεξουαλικές διαταραχές (διαταραχές στύσης ή εκσπερμάτισης, κολπική ξηρότητα, πόνος). Επιπλέον, η ψυχολογική δυσφορία που σχετίζεται με τις αλλαγές στη σεξουαλικότητα είναι μεγαλύτερη στους νέους ασθενείς από ότι στους ηλικιωμένους. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία να προσαρμοστούν στη σεξουαλική δυσλειτουργία, καθώς δεν διαθέτουν εμπειρία στην αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων. Παρότι η συγκεκριμένη ανασκόπηση δεν βρήκε ότι η χημειοθεραπεία επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία, κάποιες παρενέργειές της, όπως η κόπωση, ο πόνος, η ναυτία και ο έμετος, η ακράτεια ούρων, η αλωπεκία, είναι παράγοντες που επίσης αναστέλλουν την ερωτική επιθυμία σε αρκετούς ασθενείς. Επίσης, δεν βρήκε ότι η χειρουργική επέμβαση έχει αρνητική επίδραση στη σεξουαλικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις διενέργειας κολοστομίας. «Η κολοστομία είναι άλλοτε προσωρινή και άλλοτε μόνιμη. Η μόνιμη κολοστομία ενδέχεται να είναι απαραίτητη όταν ο όγκος βρίσκεται κοντά στο τελικό τμήμα του ορθού, οπότε ογκολογικά η αφαίρεση του πρωκτού κρίνεται επιβεβλημένη. Τότε το τμήμα αυτό αφαιρείται και το κεντρικό τμήμα του παχέος εντέρου συρράπτεται στο κοιλιακό τοίχωμα σχηματίζοντας μια τεχνητή δίοδο από την οποία παροχετεύονται τα απεκκρίματα του εντέρου. Συνήθως όμως η στομία είναι προσωρινή με την μορφή της ειλεοστομίας για να ‘προστατεύσει’ μία αναστόμωση χαμηλά στην πύελο ή και μετά από ακτινοβολία, όπου η πιθανότητα διαφυγής από αυτήν είναι ιδιαίτερα υψηλή. Στις περιπτώσεις αυτές η στομία μπορεί να κλείσει χειρουργικά σε ένα διάστημα τουλάχιστον 3 μηνών από την διενέργεια αυτής. Ωστόσο, με την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου και τις βελτιωμένες νέες χειρουργικές τεχνικές η ανάγκη γι’ αυτήν την επέμβαση έχει μειωθεί σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ανακοίνωση στον ασθενή της απόφασης για ενδεχόμενη πραγματοποίηση στομίας πρέπει να αντιμετωπίζεται με σωστή πληροφόρηση και υποστήριξη τόσο πριν όσο και μετά από το χειρουργείο. Αυτό που είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι ασθενείς είναι ότι αυτή η πολύ συχνή κακοήθεια έχει εξαιρετική πρόγνωση, εξαιτίας της εξέλιξης που έχει συντελεστεί στην ιατρική τεχνολογία, του συστηματικού ελέγχου του παχέος εντέρου που έχει καθιερωθεί να γίνεται σε τακτική βάση, της εξέλιξης των χειρουργικών μεθόδων και της ανάπτυξης βοηθητικών θεραπειών. Μέλημα κάθε θεραπευτικής ομάδας είναι πάντα η αντιμετώπιση του καρκίνου, αλλά και η προστασία της ψυχολογίας του ασθενή, προκειμένου να συνεχίσει να απολαμβάνει την ποιότητα ζωής που είχε και πριν τη διάγνωση», καταλήγει ο δρ Εμμανουήλ Ζαχαράκης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου